καπίστρι — καπίστρι, το και καπιστράνα, η (λ. λατ.), χαλινός: Έβαλετο καπίστρι στο άλογο και κατόπι το σαμάρωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπιστρώνω — [καπίστρι] βάζω καπίστρι στο υποζύγιο … Dictionary of Greek
ιπποσείρης — ἱπποσείρης, ὁ (Α) αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά*, με το καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σειρά «καπίστρι»] … Dictionary of Greek
καπιστράνα — η [καπίστρι] το καπίστρι … Dictionary of Greek
ακαπίστρωτος — η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο [καπιστρώνω] 1. (ζώο) που δεν έχει καπίστρι 2. αυτός που δεν έχει ηθικούς περιορισμούς, ο αχαλίνωτος … Dictionary of Greek
εκφορβιούμαι — ( όομαι) (για άλογα και ημιόνους) απορρίπτω το καπίστρι, ξεκαπιστρώνομαι … Dictionary of Greek
κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… … Dictionary of Greek
κημώ — κημῶ, όω (Α) [κημός] 1. βάζω φίμωτρο, φιμώνω άλογο 2. εφοδιάζω με καπίστρι … Dictionary of Greek
λωροκάπιστρον — λωροκάπιστρον, τὸ (Α) δερμάτινο καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρον, λῶρα + καπίστριον] … Dictionary of Greek
ξεκαπίστρωτος — η, ο [ξεκαπιστρώνω] 1. (για ζώο) αυτός που δεν έχει καπίστρι ή χαλινό, αχαλίνωτος 2. (για πρόσ.) αναιδής, ανάγωγος, θρασύς … Dictionary of Greek