καπίστρι

καπίστρι
το (AM καπίστριον)
είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά
νεοελλ.
φρ.
1. «έβαλε καπίστρι» — παντρεύτηκε
2. «τόν σέρνει από το καπίστρι» — τού έχει επιβληθεί τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ. capistrum), πρβλ. κουρέλι < *κούρελλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καπίστρι — καπίστρι, το και καπιστράνα, η (λ. λατ.), χαλινός: Έβαλετο καπίστρι στο άλογο και κατόπι το σαμάρωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπιστρώνω — [καπίστρι] βάζω καπίστρι στο υποζύγιο …   Dictionary of Greek

  • ιπποσείρης — ἱπποσείρης, ὁ (Α) αυτός που κατευθύνει ίππο με τη σειρά*, με το καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σειρά «καπίστρι»] …   Dictionary of Greek

  • καπιστράνα — η [καπίστρι] το καπίστρι …   Dictionary of Greek

  • ακαπίστρωτος — η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο [καπιστρώνω] 1. (ζώο) που δεν έχει καπίστρι 2. αυτός που δεν έχει ηθικούς περιορισμούς, ο αχαλίνωτος …   Dictionary of Greek

  • εκφορβιούμαι — ( όομαι) (για άλογα και ημιόνους) απορρίπτω το καπίστρι, ξεκαπιστρώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… …   Dictionary of Greek

  • κημώ — κημῶ, όω (Α) [κημός] 1. βάζω φίμωτρο, φιμώνω άλογο 2. εφοδιάζω με καπίστρι …   Dictionary of Greek

  • λωροκάπιστρον — λωροκάπιστρον, τὸ (Α) δερμάτινο καπίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρον, λῶρα + καπίστριον] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπίστρωτος — η, ο [ξεκαπιστρώνω] 1. (για ζώο) αυτός που δεν έχει καπίστρι ή χαλινό, αχαλίνωτος 2. (για πρόσ.) αναιδής, ανάγωγος, θρασύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”